-
1 душа
-и, αιτ. душу, πλθ. души θ.1. ψυχή•в глубине -и στα μύχια της ψυχής•
-ой и телом ψυχή τε και σώματι•
от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•
благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•
любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•
-и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•
человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.
2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•
ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•
сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•
на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.
3. δουλοπάροικος•он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.
4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.εκφρ.бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•без -и – παλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•душа всеми фибрами -и – ολόψυχα•по - – του γούστου, της αρέσκειας•по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•ни -ой ни телом – καθόλου•это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•взять ή принять – κ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.